- συγκαθίστημι
- Α [καθίστημι]1. εγκαθιστώ κάτι κάπου μαζί με άλλους («ὑπολειφθεὶς κατέπλευσεν εἰς Πειραιᾱ μόνος καὶ οὐ συγκατέστησε τὸν στόλον μετὰ τῶν ἄλλων τριηραρχῶν», Δημοσθ.)2. ιδρύω, εγκαθιδρύω («τόν δε τὸν Διὸς φίλον τὸν ξυγκαταστήσαντα τὴν τυραννίδα», Αισχύλ.)3. επαναφέρω σε τάξη, σε ηρεμία4. βοηθώ στη θεραπεία κάποιου («κεἰ μὲν νοσεῑς τι τῶν ἀπορρήτων κακῶν, γυναῑκες αἵδε ξυγκαθιστάναι νόσον», Ευρ.)5. παθ. συγκαθίσταμαιλαμβάνω θέση στην παλαίστρα ή στο πεδίο τής μάχης για να αγωνιστώ6. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ συγκαθεστῶτεςτα αντίπαλα μέρη.
Dictionary of Greek. 2013.